Η λάμπα
Είναι δύο υπάλληλοι σε ένα γραφείο και δεν την παλεύουν καθόλου.
Ιούλιος μήνας, ζέστη αφόρητη, πολλή δουλειά, όρεξη μηδέν.
Ο ένας έχει σαλτάρει τελείως και έπειτα από μερικές αποτυχημένες προσπάθειες να πάρει καμιά άδεια, αποφασίζει να λάβει δραστικά μέτρα και να εκβιάσει λίγο την κατάσταση.
Πηγαίνει λοιπόν και κρεμιέται από το ταβάνι και αρχίζει να βγάζει περίεργους ήχους.
Μπαίνει στο γραφείο το αφεντικό, τον βλέπει και μένει κάγκελο.
-Τι έπαθες ρε συ; Γιατί κρεμάστηκες από το ταβάνι;
-Είμαι λάμπα!!!
-Α.. δεν πας καλά εσύ. Πάρε μια αδειούλα να ξελαμπικάρεις λίγο.
Κατεβαίνει κάτω ο τύπος και φεύγει.
Τον βλέπει ο συνάδελφός του και σηκώνεται και αυτός και ακολουθεί από πίσω.
Τον βλέπει το αφεντικό...
-Εσύ που πας;
-Ε, δεν μπορώ να δουλέψω μεσ' τα σκοτάδια!!!
Ιούλιος μήνας, ζέστη αφόρητη, πολλή δουλειά, όρεξη μηδέν.
Ο ένας έχει σαλτάρει τελείως και έπειτα από μερικές αποτυχημένες προσπάθειες να πάρει καμιά άδεια, αποφασίζει να λάβει δραστικά μέτρα και να εκβιάσει λίγο την κατάσταση.
Πηγαίνει λοιπόν και κρεμιέται από το ταβάνι και αρχίζει να βγάζει περίεργους ήχους.
Μπαίνει στο γραφείο το αφεντικό, τον βλέπει και μένει κάγκελο.
-Τι έπαθες ρε συ; Γιατί κρεμάστηκες από το ταβάνι;
-Είμαι λάμπα!!!
-Α.. δεν πας καλά εσύ. Πάρε μια αδειούλα να ξελαμπικάρεις λίγο.
Κατεβαίνει κάτω ο τύπος και φεύγει.
Τον βλέπει ο συνάδελφός του και σηκώνεται και αυτός και ακολουθεί από πίσω.
Τον βλέπει το αφεντικό...
-Εσύ που πας;
-Ε, δεν μπορώ να δουλέψω μεσ' τα σκοτάδια!!!
